- στυπτική
- στυπτικόςastringentfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στυπτικῇ — στυπτικός astringent fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασσού — και κατεχού, το άκλ. φαρμακευτική ουσία στυπτική και δεψική, που εξάγεται από το ξύλο ορισμένων φυτών, όπως είναι η ακακία κατεχού … Dictionary of Greek
μαννώδης — μαννώδης, ῶδες (Α) [μάννα (II)] 1. αυτός που μοιάζει με λιβάνι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μαννῶδες φάρμακο παρασκευασμένο από σκόνη λιβάνου, το οποίο είχε στυπτική δύναμη … Dictionary of Greek
περιστύφω — Α αποξηραίνω κάτι εντελώς με στυπτική ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στύφω «συστέλλω, συμμαζεύω, είμαι στυφός»] … Dictionary of Greek
στυφός — ή, ό / στυφός, ή, όν, ΝΜΑ [στύφω] 1. (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική γεύση, που προκαλεί παροδική ξηρότητα στο στόμα, όπως λ.χ. το κυδώνι, το μούσμουλο και τα άγουρα φρούτα 2. μτφ. α) δυσάρεστος β) δυσαρεστημένος αρχ. μτφ. αυστηρός … Dictionary of Greek
στύψη — η / στῡψις, ύψεως, ΝΜΑ [στύφω] 1. (για εδώδιμο) στυφάδα, στυπτικοτητα 2. (στη βαφική) εμβάπτιση σε στυπτική ουσία υφάσματος που πρόκειται να βαφεί ώστε το χρώμα να είναι ανεξίτηλο νεοελλ. χημ. η στυπτηρία αρχ. 1. (σχετικά με δέρμα) συστολή,… … Dictionary of Greek
βισμούθιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Bi. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 83. Το β. απαντάται σε περιορισμένες ποσότητες στη φύση και βρίσκεται είτε στη φυσική του κατάσταση είτε σε μερικά ορυκτά όπως η βισμουθίνη… … Dictionary of Greek